Του Γιάννη Αν. ΛΟΥΚΑ
Σκηνή πρώτη : Ξημέρωμα
- Καλημέρα,,ήλιε,καλημέρα, ήλιε μου και βασιλιά μου! αναφώνησε το φεγγάρι ,με το που πρωταντίκρυσε να ξεπροβάλουν επιβλητικά οι πρώτες ακτίνες του ουράνιου άρχοντα, του Ήλιου του Ηλιάτορα.
- Καλημέρα ,δεσποινίς Σελήνη, απάντησε με ευγένεια ο κυρ-Ήλιος. - Πώς ήταν η βραδιά σου και η βάρδιά σου ;
- Ήλιε, ήλιε αρχηγέ, δύσκολα πέρασα . Η ώρα δεν περνούσε καθόλου. Μέτραγα τ’ αστέρια, τα μπέρδευα επίτηδες, τα ξανα-μέτραγα, όμως εκεί, η νύχτα νύχτα!
Αλήθεια ,σα να μου φαίνεται ότι άργησες λιγάκι!
- Μα ,τι μου λες, βρε φεγγαράκι! Είναι δυνατόν ο Ήλιος ν’ αργήσει ; Ούτε λιγάκι, ούτε πολύ. Ούτε ν’ αργήσει ,μα ούτε και να βιαστεί .Ακόμα κι ένα δευτερόλεπτο να παραβιάσουμε απ’το ουράνιο δρομολόγιό μας, όλο το ηλιακό σύστημα, όλος ο Γαλαξίας, όλο το Σύμπαν μπορεί να ξεκουρδιστεί. Να θυμάσαι πάντοτε ότι η σχολαστική μας ακρίβεια μέσα στους αιώνες είναι προϋπόθεση για τη Συμπαντική Αρμονία.
Πόσο άρεσε στο Φεγγάρι, που ήταν και πολύ ρομαντικό, αυτή η τελευταία έκφραση : “Συμπαντική Αρμονία “! Και τι ωραία που τα έλεγε ο ήλιος! Σοφία και Πείρα! Γι αυτό είναι κι αρχηγός και δίνει το σύνθημα εκεί κι η χαρά θ’ αναστηθεί. Πάλι ,όμως, παρασύρθηκε και χρησιμοποίησε στίχους από αγαπημένα τραγούδια των ανθρώπων.
- Άντε στο καλό τώρα ,Χάρτινο Φεγγαράκι, διέκοψε τις σκέψεις της, χαμογελώντας ο Ήλιος, που είχε πια αναδυθεί όλος ο δίσκος του κι όλες οι ακτίνες του. - Πήγαινε να ξεκουραστείς και συνεχίζουμε την κουβέντα μας το βραδάκι, που θα ξαναβρεθούμε ,κι άμα θες, πάμε και μια βόλτα στο φεγγάρι. Το ξέρεις ότι απ’όλα τα ουράνια σώματα, εσέ πλιότερο συμπαθώ.
Η ντροπαλή Σελήνη, μόλις τ’ άκουσε αυτό, από χλωμή που ήτανε απ’ το ξενύχτι, κοκκίνισε λιγάκι, ομόρφυνε πολύ και δίχως άλλη κουβέντα τράβηξε κατά το ημερήσιο ησυχαστήριό της.
Ο Ήλιος αγνάντευε κατά τη Δύση και χάραζε την μεγάλη του ημερήσια πορεία. Ήταν ήδη 10 Ιουνίου και πλησίαζε το θερινό ηλιοστάσιο. Πώς περνάει ο καιρός, για πότε καλοκαίριασε! Κι αυτή η μικρή η Σελήνη να σου λέει ότι δεν περνούσε η ώρα της! Καλό και τούτο!...
Σκηνή δεύτερη : Σούρουπο
Λαχανιασμένη φτάνει η Σελήνη. Και γεμάτη απορίες : - Δεν μπορεί, κάτι δεν πάει καλά σήμερα! Μόλις είχε ξυπνήσει απ’ τον ύπνο της ημέρας κι αφού είχε κάνα δίωρο ακόμα μέχρι να πιάσει δουλειά, είπε να κάμει την αγαπημένη της ασχολία. Πήρε το αγαπημένο της βιβλίο, που τ’ ακουμπούσε πάντα σε κάτι κοντινά αστέρια, κι άρχισε να διαβάζει τι ωραία ποιήματα είχαν γράψει οι άνθρωποι γι αυτήν, που πολλά είχαν γίνει και τραγούδια.- Μα πόσο πολύ μ’ αγαπάνε! είπε και γύρισε σελίδα. -Τι ποιητική αρμονία! σαν τη συμπαντική αρμονία του κυρ-Ήλιου!
Και ξάφνου, όλα άλλαξαν, σαν εμφανίσθηκε μπροστά της ασθμαίνων και αναστατωμένος ο γείτονας Αυγερινός, ο αποσπερίτης εκείνης της ώρας και της μήνυσε ότι ο Ήλιος τη ζητάει αυτή τη στιγμή και να μην αργοπορήσει ούτε δευτερόλεπτο. Αυτό, ποτέ μέσα στο διάβα του χρόνου και των αιώνων φωτός δεν είχε ξαναγίνει. Τι συνέβη άραγε; Λίγο περίεργη και πολύ ανήσυχη αρχίζει να τρέχει για να συναντήσει τον Ήλιο. Εκεί όμως ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη: άφαντος ο Ήλιος! Ίσα που πρόλαβε να τον αγναντέψει να “σκαπετάει” πίσω από τα βουνά της Δύσης. Και σα να της φάνηκε και κάπως κλαμένος. Μπα, ιδέα της θα ήταν. Όμως, γιατί ο Ήλιος εβασίλεψε νωρίτερα κάνα- δυο ώρες περίπου; Αυτό δεν ήταν ιδέα της. Και πού τα μεγάλα λόγια του Ήλιου για την ακρίβεια και τη συμπαντική αρμονία; Αύριο πρωί-πρωί θα τα ρωτούσε όλα στον Ήλιο. Είχε κι όλο το χρόνο να σκεφτεί τη νύχτα μήπως και δώσει καμιά εξήγηση. Αύριο, πάντως, θα τα ξεκαθάριζε.
Σκηνή Τρίτη : Μεσάνυχτα
Ήδη από την ώρα που αντικατέστησε βιαστικά τον Ήλιο, η Σελήνη ένιωσε μια οσμή αποκρουστική. Μύριζε βαρβαρίλα! Βρώμαγε αγριότητα, ωμότητα, θηριωδία. Τα σύννεφα, όμως ,την εμπόδιζαν να καταλάβει την προέλευσή τους. Προσδιόρισε μόνο τη γεωγραφική τους θέση. Κι εκεί κατά τα μεσάνυχτα, κατά παράδοξο τρόπο, ο ουρανός καθάρισε. Η Σελήνη, έχοντας άριστη νυχτερινή όραση, προσπάθησε να εξηγήσει τα ανερμήνευτα.
Σ’ ένα τόσο δα μικρό μέρος, σε μια κουκίδα πάνω στον πλανήτη Γη, κάτι αδιανόητο φαίνεται πως είχε συμβεί την προηγούμενη μέρα. Κι όμως, ενώ παντού ερείπια, καταστροφές, ερήμωση, κι όμως, μια ευωδία έβγαινε απ’ αυτό το μικρό χώρο. Ευωδία θανάτου!
Κι η δυσοσμία; Κι αυτή την εντόπισε. Την κουβαλάγανε και την εξέπεμπαν κάτι κτήνη ανθρωπόμορφα, θηρία άγρια με βαμμένες τις μουσούδες τους στο αίμα, στο αίμα των Αθώων. Δυσωδία ζωής!
Αυτά, λοιπόν, είχε δει ο Ήλιος; Και ποιος ξέρει και τι άλλο κι έτσι… βουβάθηκε;
Κι εκεί που τα συλλογιζόταν, άφωνη κι αυτή, μέσα στην ησυχία της νύχτας, ένας θόρυβος παράξενος, σχεδόν απόκοσμος σταμάτησε τις σκέψεις του φεγγαριού. Η Ουράνια Πύλη άνοιξε κι ένα πλήθος Αγγέλων άρχισε να κατεβαίνει. Τους γνώριζε αυτούς τους Αγγέλους το φεγγάρι. Εμφανίζονταν
τη νύχτα των Χριστουγέννων, για να ψάλλουν το “Ωσαννά”. Παρουσιάζονταν και τη νύχτα της Αναστάσεως, για να ψάλλουν το “Χριστός Ανέστη”. Τέτοια εποχή όμως όχι, ποτέ δεν τους είχε ξαναδεί. Άρχισε να τους μετράει: ένας, δύο, τρεις, επτά, δέκα, εκατό, διακόσιοι… διακόσιοι δέκα οχτώ! Ναι, δε λάθευε, τόσους τους έβγαλε στο μέτρημα. Και πρόσεξε και την έκφρασή τους. Θλιμμένοι δείχνανε. Και φτάσαν μέχρι τη μαρτυρική γη. Και παραλάμβανε ο καθένας από μια αθώα βασανισμένη ψυχή. Και μετά, η αντίστροφη πορεία, η άνοδος. Ούτε κι αυτοί οι Άγγελοι δεν άντεξαν. Και τόσα παιδιά! Μα γιατί, γιατί; Είναι ποτέ δυνατόν;
Και οι Άγγελοι δεν ήταν πια ανώνυμοι. Ο καθένας είχε πάρει το όνομα της ψυχής που κουβαλούσε. Έλαμπε και φεγγοβολούσε το κάθε όνομα μέσα στο σκοτάδι. Το φεγγάρι είχε αναλάβει να φωτίζει και τα σκαλοπάτια της επουράνιας κλίμακας και τις ψυχές και τα ονόματα.
Μα, τότε η Σελήνη πρόσεξε και κάτι άλλο. Δεν είχαν όλοι οι Αγγέλοι ονόματα! Μερικοί κουβάλαγαν αβάπτιστα παιδιά! Διπλή αδικία! Δεν την άντεξε η Σελήνη. Και τότε το φεγγάρι έκανε αυτό που ένιωσε για χρέος του. Πλησίασε τους Αγγέλους. Εκείνοι κοντοστάθηκαν. – Να τους δώσουμε ένα όνομα, είπε. Τώρα, εμείς, μέσα στη νύχτα. Κι άλλο το είπαν Ειρήνη και το άλλο το είπαν Ελπίδα κι άλλο το είπαν Άγγελο. Νονός τους το φεγγαράκι. Κολυμπήθρα το άπειρο του ουρανού. Βουβοί ψαλτάδες τ΄άστρα τ΄ουρανού. Νερό άφθονο… τα δάκρυα!
Σε λίγο η Ουράνια Πύλη έκλεισε. Η αρμονία και η τάξη επανήλθαν κανονικά στο Σύμπαν. Η ασχήμια και η ανθρωποφαγία συνεχίσθηκαν κανονικά στη Γη…
Σκηνή τέταρτη : Το άλλο ξημέρωμα
Με κατεβασμένο το βλέμμα εμφανίσθηκε ο Ήλιος το άλλο πρωινό. Χρωστούσε πολλές εξηγήσεις στη Σελήνη. Μα, εκείνη τίποτα δε ρώτησε. Τι νόημα είχαν οι λεπτομέρειες; Ο Ήλιος κατάλαβε. Κι αντί να εξηγήσει ρώτησε εκείνος:
- Πόσοι;
- Διακόσιοι δέκα οχτώ, απάντησε ξερά η σελήνη.
- Τουλάχιστον, κάτι πετύχαμε, είπε πικραμένος ο Ήλιος.
- Μα, τι εννοείς, του είπε απορημένη η Σελήνη.
- Δεν έχεις καταλάβει γιατί σε φώναξα νωρίτερα χτες το βράδυ; Έκανα κάτι για πρώτη φορά και χωρίς δεύτερη σκέψη. Έφυγα νωρίτερα, έδυσα νωρίτερα κι έφερα τη νύχτα νωρίτερα. Έτσι ,έσωσα πολύν κοσμάκη. Έτσι το σκέφτηκα, έτσι το έπραξα. Κι αυτό θα είναι το μυστικό μας. Πονάω πολύ γι αυτό που έγινε, αλλά έχω και τη συνείδησή μου ήσυχη. Μέσα σ’ αυτόν τον όλεθρο κανείς δεν το κατάλαβε. Κρύφτηκα και πίσω από τα σύννεφα…
Το φεγγάρι σκέφτηκε να πει για τις βαφτίσεις της νύχτας, αλλά το μετάνιωσε.
Αυτό θα ήταν το δικό της μυστικό.
Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή. Βούρκωσαν. Μετά ο καθένας πήρε το δρόμο του, με ήσυχη τη συνείδησή του και με μια μεγάλη απορία για το μέγεθος της ανθρώπινης βαρβαρότητας.
Σκηνή Πέμπτη : Κάποτε στο μέλλον
Ο Ήλιος είναι χρεωμένος. Οφείλει το χρόνο, τις ώρες που δανείστηκε, που “έκλεψε” από την ημέρα, εκείνο το σούρουπο της 10ης Ιουνίου 1944 στο Δίστομο. Θα τα επιστρέψει κάποτε. Όταν λοιπόν, κάποτε στο μέλλον, δείτε η μέρα ανεξήγητα να διαρκεί κάποιες ώρες παραπάνω, τότε θα καταλάβετε ότι οι Νεκροί του Διστόμου θα έχουν δικαιωθεί. Αυτό θα είναι το σημάδι. Κάτι σαν παραμύθι δηλαδή.
Με ρεαλιστική μυθοπλασία
ΙΑΛ
ΥΓ : Μόλις είχα τελειώσει το παραμύθι και θέλησα να ξαναδιαβάσω το κορυφαίο ντοκουμέντο , το βιβλίο του Τάκη Λάππα «Η σφαγή του Διστόμου – Χρονικό», που εκδόθηκε αμέσως μετά, στα 1945 και αποτελεί τη σημαντικότερη και πιο νωπή καταγραφή των γεγονότων. Σας παραθέτω ένα απόσπασμα:
« Σ’ όλο αυτό το χαλασμό τον ανιστόρητο, δίνει κάποιο σύντομο τέλος ο ουρανός του Διστόμου. Η συγνεφιά βαριά απ’ το πρωί, όσο μαζεύει η μέρα τόσο και δυναμώνει. Μαύρα-μαύρα τα σύγνεφα ακουμπάνε στα καταράχια κι από μέρα καλοκαιρινή την κάνουν χινοπωριάτικη. Έξη η ώρα ακόμα δεν είναι κι ο ήλιος έχει κρυφτεί ολότελα πίσω από τα πυκνά σύγνεφα. Παράκαιρο το σούρουπο αργοπέφτει στο χωριό και μαζί μ’ αυτό όλο και τα σύγνεφα χαμηλώνουν. Σημάδι βροχής. Καιρός επικίνδυνος για τους Γερμανούς. Όχι γιατί σκιάζονται τη βροχή, μα γιατί τρέμουν τη νύχτα. Οι άναντροι αυτοί δολοφόνοι εκτελούσανε πάντα τις εγκληματικές τους αποστολές με το φως της μέρας και πριν απ’ το γέρμα του ήλιου βρίσκονται στη βάση της δύναμής τους.
…………………………………………………………………………………………………………
Το αναπάντεχο σούρουπο, το ζύγωμα της νύχτας τους ανάγκαζε ν’ αφήσουν μισοτελειωμένο το έργο τους και να πάρουν σύντομα-σύντομα, τη στράτα για τη Λιβαδειά.»
Διαβάζοντας το απόσπασμα αναρωτήθηκα μήπως τελικά το Ουράνιο αυτό Παραμύθι δεν είναι και τόσο παραμύθι!
Πηγή: http://tsopanos.blogspot.com/2013/06/blog-post_8.html#ixzz2WDP7EaSD
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου